|   All Languages   
EN   SV   IS   RU   RO   FR   IT   SK   NL   PT   LA   FI   ES   HU   NO   BG   HR   CS   DA   UK   TR   PL   EO   SR   SQ   EL   BS   |   FR   SK   IS   ES   NL   RO   HU   PL   SV   NO   RU   FI   SQ   IT   DA   CS   PT   HR   BG   LA   EO   SR   BS   TR   EL

Αγγλο-ελληνικό Λεξικό

BETA English-Greek translation for: of
  ΑΆΒΓ...
  Options | Tips | FAQ | Abbreviations

LoginSign Up
Home|New Website|About|Vocab Trainer|Subjects|Users|Forum|Contribute!
Greek-English Dictionary: of

of {prep}
από
because of {prep}
λόγω
εξαιτίας
of course {adv}
φυσικά
βεβαίως
out of {prep}
από, εκτός
to consist (of)
αποτελούμε από
a lot of {adj}
πολλά
in front of {prep}
μπροστά από
in spite of {prep}
παρ' όλο
to be aware of
ξέρω
decree of divorce {noun}
απόφαση {η} διαζυγίουνομ.
Evander (of Pallene) {noun}
Εύανδρος {ο}μυθολ.
palm (of hand) {noun}
φούχτα {η}
philosophy of mathematics {noun}
φιλοσοφία {η} των μαθηματικώνμαθ.φιλοσ.
philosophy of religion {noun}
φιλοσοφία {η} της θρησκείαςθρησκ.φιλοσ.
psychology of religion {noun}
ψυχολογία {η} της θρησκείαςθρησκ.ψυχολ.
sense of balance {noun}
αιθουσαία αίσθηση {η}
time of day {noun}
ώρα {η}
a glass of water
ένα ποτήρι νερό
theory of musical equilibration {Substantiv}
Θεωρία της Μουσικής Εξισορρόπησης
Athena is the goddess of wisdom, strategy, handicraft and warfare
Η Αθηνά είναι η θεά της σοφίας, της στρατηγικής, της χειροτεχνίας και του πολέμου.
God-bearer / Mother of God
Θεοτόκος
The Picture of Dorian Gray [Oscar Wilde]
Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυλογοτ.
The Strange Case of Dr. Jekyll and Mr. Hyde [Robert Louis Stevenson]
Η Παράξενη Υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του Κύριου Χάιντλογοτ.
deputy ; Member of Parliament {noun}
βουλευτής {ο}
back to top | home© 2002 - 2024 Paul Hemetsberger | contact / privacy
English-Greek online dictionary (Αγγλο-ελληνικό Λεξικό) developed to help you share your knowledge with others. More information
Links to this dictionary or to single translations are very welcome! Questions and Answers
Advertisement