|
- σαρκώδης {ο}/ {η}
- succulent {adj}
- χυμώδης {ο}/ {η}
- succulent {adj}
- λίθος {ο} {η}
- stone {noun}
- σύζυγος {ο} {η}
- spouse {noun}
- συκοφάντης {ο} {η}
- detractor {noun}
- διατριβή {η}, λίβελος {ο}
- diatribe {noun}
- πηλός {ο}, άργιλος, λάσπη {η}
- clay {noun}
- αλαζών {ο}, -ών {η}, -ών {το}, -ες {οι}, -α {τα}
- arrogant {adj} {noun}
- αντίθετος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα}
- repugnant {adj}
- αποκρουστικός {ο}, -ή {η}, ό {το}, -οί, -ές {οι}, -ά {τα}
- repugnant {adj}
- ασυμβίβαστος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα}
- repugnant {adj}
- αχάριστος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι {οι}, -ες {οι}, -τα {τα}
- ingrate {adj}
- ευφυής {ο}, -ης {η}, -ές {το}, -είς {οι}, -ά/-ή {τα}
- shrewd {adj} {adv}
- κάπηλος {ο} {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα}
- monger {adj} {noun}
- νεκρικός {ο}, -ή {η}, -ό {το}, -οί, -ές {οι}, -ά {τα}
- funerary {adj}
- φλύαρος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα}
- verbose {adj} {noun}
- βρισιά, ύβρις, κοροιδία {η}, σαρκασμός {ο}
- invective {noun}
- λάκκος {ο}, λακκούβα {η}, κοίλωμα, εντύπωμα, σκάμμα {το}
- pit {noun}
- πολυμαθής, -ής {ο} {η}, -ες {το}, -είς {οι}, -ή {τα}
- erudite {noun}
|
English-Greek online dictionary (Αγγλο-ελληνικό Λεξικό) developed to help you share your knowledge with others.
More informationLinks to this dictionary or to single translations are very welcome!
Questions and Answers