|   Alle Sprachen   
EN   SV   IS   RU   RO   FR   IT   SK   NL   PT   FI   LA   ES   HU   NO   BG   HR   CS   DA   TR   PL   EO   SR   SQ   EL   BS   |   FR   SK   IS   ES   NL   HU   RO   PL   SV   NO   RU   FI   SQ   IT   DA   CS   PT   HR   BG   LA   EO   SR   BS   TR   EL

Γερμανο-ελληνικό λεξικό

BETA Deutsch-Griechisch-Übersetzung für: [ποδόσφαιρο]
  äöüß...
  Optionen | Tipps | FAQ | Abkürzungen

LoginRegistrieren
Home|New Website|About|Vokabeltrainer|Fachgebiete|Benutzer|Forum|Mitmachen!
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch: [ποδόσφαιρο]

αμυντικός {ο} [ποδόσφαιρο]
Verteidiger {m}αθλητ.
γκολτζής {ο} [ποδόσφαιρο]
Torjäger {m} [Fußball]αθλητ.
διαιτητής {ο} [ποδόσφαιρο]
Schiri {m} [ugs.] [Schiedsrichter]αθλητ.
δίχτυα {τα} [του τέρματος] [ποδόσφαιρο]
Netz {n} [Fußball]αθλητ.
επικαλαμίδα {η} [ποδόσφαιρο]
Schienbeinschutz {m} [Fußball]αθλητ.
επόπτης {ο} [ποδόσφαιρο]
Linienrichter {m}αθλητ.
κεφαλιά {η} [ποδόσφαιρο]
Kopfball {m}αθλητ.
κόρνερ {το} [ποδόσφαιρο]
Eckball {m}αθλητ.
Ecke {f} [ugs.] [Eckball]αθλητ.
μέσος {ο} [ποδόσφαιρο]
Mittelfeldspieler {m} [Fußball]αθλητ.
ντρίμπλα {η} [ποδόσφαιρο]
Dribbling {n}αθλητ.
πέναλτι {το} [ποδόσφαιρο]
Strafstoß {m} [Fußball]αθλητ.
σέντρα {η} [ποδόσφαιρο]
Flanke {f} [Fußball]αθλητ.
αμυντικό τείχος {το} [ποδόσφαιρο]
Mauer {f} [Fußball]αθλητ.
ανάποδο ψαλίδι {το} [ποδόσφαιρο]
Fallrückzieher {m} [Fußball]αθλητ.
ελεύθερο χτύπημα {το} [ποδόσφαιρο]
Freistoß {m}αθλητ.
εναρκτήριο λάκτισμα {το} [ποδόσφαιρο]
Anstoß {m}αθλητ.
κάθετο δοκάρι {το} [ποδόσφαιρο]
Pfosten {m}αθλητ.
κεφαλιά {η} ψαράκι [ποδόσφαιρο]
Flugkopfball {m} [Fußball]αθλητ.
μεγάλη περιοχή {η} [ποδόσφαιρο]
Strafraum {m} [Fußball]αθλητ.
οριζόντιο δοκάρι {το} [ποδόσφαιρο]
Latte {f}αθλητ.
παύση ημιχρόνου {η} [ποδόσφαιρο]
Halbzeitpause {f}αθλητ.
πλάγια γραμμή {η} [ποδόσφαιρο]
Seitenlinie {f}αθλητ.
πλάγιο άουτ {το} [ποδόσφαιρο]
Einwurf {m}αθλητ.
γραμμή {η} του τέρματος [ποδόσφαιρο]
Torlinie {f}αθλητ.
σημαιάκι {το} του κόρνερ [ποδόσφαιρο]
Eckfahne {f} [Fußball]αθλητ.
σημείο {το} του πέναλτι [ποδόσφαιρο]
Elfmeterpunkt {m} [Fußball]αθλητ.
φάουλ {το} από χέρι [ποδόσφαιρο]
Handspiel {n}αθλητ.
nach oben | home© 2002 - 2024 Paul Hemetsberger | Impressum / Datenschutz
Dieses Deutsch-Griechisch-Wörterbuch (Γερμανο-ελληνικό λεξικό) basiert auf der Idee der freien Weitergabe von Wissen. Mehr dazu
Links auf dieses Wörterbuch oder einzelne Übersetzungen sind herzlich willkommen! Fragen und Antworten
Werbung